σήμα

σήμα
(Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό σημείο. Προς το σ. εξομοιώνεται και ο τίτλος των εφημερίδων και των περιοδικών. Ο κάτοχος του σ. για να αποκτήσει αποκλειστικό δικαίωμα χρησιμοποίησης στα προϊόντα του, πρέπει να το κατοχυρώσει με ειδική διαδικασία που προβλέπει ο νόμος στο υπουργείο Εμπορίου, για ορισμένο χρονικό διάστημα. Κατά το παλαιότερο δίκαιο (ν. BPNS’ / 1893), το δικαίωμα αυτό το αποκτούσε με τη δήλωση του σ. στο υπουργείο Εμπορίου (τότε Εθνικής Οικονομίας), αλλά αν ένα άλλο πρόσωπο, χωρίς να έχει καταθέσει το σ. αυτό, το χρησιμοποιούσε για λογαριασμό του, μπορούσε να προσφύγει στα δικαστήρια και να αναγνωριστεί κύριος του σ. Για μεγαλύτερη ασφάλεια των συναλλαγών υιοθετή- θηκε αργότερα η αρχή, ότι το δικαίωμα χρήσης του σ. αποκτιέται μόνο με την κατάθεση. Για να μη γίνονται καταχρήσεις, το σ. πρέπει να έχει «διακριτικότητα» και είναι απαράδεκτα τα σ. που εξαιτίας της γενικότητας τους δεν αποτελούν ειδικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της προέλευσης (π.χ. σταφίδα Κορινθίας, καπνά Ξάνθης κλπ.). Επίσης είναι απαράδεκτα τα σ. όσων η κατάθεση είναι αντίθετη προς την καλή πίστη ή τα οποία χρησιμοποιούν εθνικά ή θρησκευτικά σύμβολα, φωτογραφίες προσώπων και ό,τι κατά την κοινή αντίληψη δικαιούται ειδικού σεβασμού και θίγει την ευαισθησία ομάδων ή ατόμων.
* * *
το / σῆμα, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱμα, και κυπριακός τ. σᾱμαν, Α
1. σημείο, σημάδι με το οποίο μπορεί κανείς να αναγνωρίσει κάτι (α. «είχε κρυφό σήμα» β. «ἥβης σήματα γεινομένης», Σόλ.
γ. «νέφος σῆμα χειμῶνος», Αρχίλ.)
2. στήλη ή αγγείο ή σωρός λίθων που τοποθετούσαν στην αρχαιότητα πάνω στον τάφο για αναγνώρισή του (α. «τοῡ δὲ τάφον καὶ σῆμ' ἀϊδὲς ποίησεν Ἄναυρος», Ησίοδ
β. «ἀθάνατοι δέ τε σῆμα πολυσκάρθμοιο Μυρίνης», Ομ. Ιλ.)
(νεοελλ. λ.)
1. διακριτικό που φέρουν τα μέλη σωματείου ή οργάνωσης, έμβλημα, κονκάρδα
2. στρ. παράσταση χαρακτηριστική στη στολή τών αξιωματικών που δείχνει το όπλο ή το σώμα στο οποίο ανήκουν
3. εθνόσημο
4. (εμπ. δίκ.) ειδική παράσταση, γράμμα ή σύμπλεγμα γραμμάτων που χρησιμεύει ως σύμβολο εργοστασίου ή βιομηχανικής εταιρείας και ως διακριτικό τών προϊόντων τους, σε αντιδιαστολή από τα όμοια προϊόντα άλλων παραγωγών, καθώς και ο τίτλος εφημερίδας ή περιοδικού (α. «εμπορικό σήμα» β. «βιομηχανικό σήμα» γ. «σήμα κατατεθέν» — σήμα καταχωρισμένο και επίσημα αναγνωρισμένο από αρμόδια δημόσια αρχή)
5. (ναυτ. δίκ.) διεθνές διακριτικό γνώρισμα τής ταυτότητας κάθε πλοίου καθαρής χωρητικότητας άνω τών 30 κόρων
6. βιολ. κάθε στοιχείο συμπεριφοράς που μεταβιβάζει μία πληροφορία από ένα άτομο σε άλλο
7. (φυσ.-τεχνολ.) φυσικό φαινόμενο, ή μέγεθος που χαρακτηρίζει τέτοιο φαινόμενο, οι μεταβολές τού οποίου, συναρτήσει τού χρόνου, ή μια ορισμένη τιμή επιλεγμένη μεταξύ άλλων δυνατών τιμών, αντιπροσωπεύουν πληροφορίες
8. (πληροφ.) η μεταβολή φυσικού μεγέθους οποιασδήποτε φύσης, χάρη στην οποία ένα συστατικό στοιχείο μιας εγκατάστασης επηρεάζει ένα άλλο
9. σημείο που γίνεται ή δίνεται από απόσταση με ηλεκτρομαγνητικά κύματα, με ήχους, με φώτα ή με σημαίες για τη μεταβίβαση μηνύματος ή διαταγής (α. «σήμα κινδύνου» β. «σήμα υποχώρησης» γ. «σήμα συναγερμού»)
10. (κατ
επέκτ.) το ίδιο το μεταβιβαζόμενο μήνυμα ή η μεταβιβαζόμενη διαταγή («λάβαμε το σήμα τού Γενικού Επιτελείου για μερική κινητοποίηση τών ενόπλων δυνάμεων»)
11. καθεμιά από τις ποικιλόσχημες και ποικιλόχρωμες μικρές σημαίες με τις οποίες γίνονται οι συνεννοήσεις μεταξύ τών πλοίων, κν. σινιάλο
12. (σιδηροδρ.) κινητή, φορητή ή μόνιμη συσκευή, ακουστικό ή συμβατικό μήνυμα με τα οποία παρέχονται πληροφορίες, γίνονται υποδείξεις ή δίνονται εντολές για την κίνηση, εκμετάλλευση και ασφάλεια τών σιδηροδρομικών συρμών και οχημάτων
13. φρ. α) «σήμα δράσεως»
(πληροφ.) σήμα που διαδίδεται στη λειτουργική άλυσο ενός σερβομηχανισμού
β) «σήμα εισόδου»
(πληροφ.) σήμα το οποίο, όταν λαμβάνεται από ένα στοιχείο, προσδιορίζει τις συνθήκες εκπομπής ενός ή περισσότερων σημάτων εξόδου
γ) «σήμα εξόδου»
(πληροφ.) σήμα εκπεμπόμενο από ένα στοιχείο υπό την επίδραση ενός ή περισσότερων σημάτων εισόδου
δ) «σήμα αντιδράσεως»
(πληροφ.) σήμα διαβιβαζόμενο από τη λειτουργική άλυσο ενός σερβομηχανισμού
ε) «σήματα τροχαίας» και «οδικά σήματα» — παραστάσεις ή άλλες ενδείξεις σε ειδικές πινακίδες, τοποθετημένες στους δρόμους τών πόλεων, τών άλλων οικισμών και τού εθνικού οδικού δικτύου, με τις οποίες ρυθμίζεται η οδική κυκλοφορία ή εφιστάται η προσοχή τών οδηγών οχημάτων και τών πεζών ή δίνονται σε αυτούς χρήσιμες πληροφορίες
στ) «σήματα μορς» ή «μορσικά σήματα»
τηλεπ. σήματα που μεταδίδονται με το συμβατικό αλφάβητο μορς
ζ) «σήμα SOS»
ναυτ. σήμα κινδύνου που εκπέμπει ένα πλοίο ή ένα αεροσκάφος για να ζητήσει βοήθεια
η) «ακολουθία σήματος»
βιολ. υδρόφοβη αμινο-τελική ακολουθία από 15 περίπου αμινοξέα που βρίσκεται στις νεοσυντεθειμένες μορφές πολλών μεμβρανικών και εκκριτικών πρωτεϊνών, αλλ. πεπτίδιο σήματος
θ) «σωματίδιο αναγνώρισης σήματος»
βιολ. νουκλεοπρωτεϊνικό σωματίδιο που περιέχει έξι διαφορετικές πρωτεΐνες και ένα μικρομοριακό RNΑ και το οποίο συνδέεται με την περιοχή τής ακολουθίας σήματος
αρχ.
1. σημείο, χάραγμα για να δηλωθεί η ταυτότητα κάποιου ή να επιβεβαιωθεί η αποστολή του («... μιν ἐρέεινε καὶ ᾔτεε σήματα ἰδέσθαι», Ομ. Ιλ.)
2. σημείο ή κόσμημα για την αναγνώριση πολεμιστή («ἔχει δ' ὑπέρφρον σῆμ' ἐπ' ἀσπίδος τόδε», Αισχύλ.)
3. η αποτύπωση τής σφραγίδας
4. συμβολικό σημείο που σχημάτιζαν οι αναλφάβητοι
5. σημείο που έδειχνε την απόσταση βολής ακοντίου, σφαίρας ή δίσκου
6. όριο, σύνορο
7. σημάδι από τον ουρανό, προγνωστικό, οιωνός (α. «θεοῡ σήμασι πιθέσθαι», Πίνδ.
β. «κτύπε Ζεύς, σῆμα τιθεὶς Τρώεσσι», Ομ. Ιλ.)
8. (γενικά) σημείο αρχής ή λήξης ενός έργου
9. (ειδικά) σύνθημα έναρξης τής μάχης
10. τάφος (α. «τὸ μὲν σῶμα ἐστιν ἡμῑν σῆμα», Πλάτ.
β. «ἔστι αὐτόθι Ἀλυάττεω τοῡ Κροίσου πατρὸς σῆμα», Ηρόδ.)
11. αστερισμός («σῆμα κυνός», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκό τ. με κατάλ. -μα (πρβλ. αἷ-μα, σῶ-μα). Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. dhyā-man «σκέψη» (< ρ. dhyāmati «σκέφτομαι»), αν και η σύνδεση αυτή προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. αντιστοιχεί στο βορειοαρμ. śśāma «σημείο, σημάδι». Η λ. σῆμα με τη γενική σημ. «σημείο, σύμβολο, όριο, σημάδι» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει επιμέρους σύμβολα: «σύνθημα, έμβλημα, μνήμα, σφραγίδα, κόσμημα, οιωνός, σημαία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σῆμα — sign neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σήμα — το, ατος 1. συμφωνημένο και καθιερωμένο σημάδι, ηχητικό ή οπτικό, που με αυτό συνεννοούμαστε: Δόθηκε το σήμα για την εκκίνηση των αθλητών. – Πήραν σήμα να επιστρέψουν πίσω. – Σήμα κινδύνου. 2. ειδική παράσταση που χρησιμοποιείται ως σύμβολο μιας… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κυνός Σήμα — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Ακρωτήριο της Θρακικής χερσονήσου, στα Ν της Μαδύτου, στο στενό του Ελλησπόντου. Εκεί –σύμφωνα με την παράδοση– είχε ταφεί η Εκάβη, μεταμορφωμένη σε σκύλο. Το ακρωτήριο έγινε ονομαστό από τη νικηφόρα ναυμαχία των… …   Dictionary of Greek

  • σημανάντων — σημᾱνάντων , σημαίνω show by a sign aor part act masc/neut gen pl (epic doric aeolic) σημᾱνάντων , σημαίνω show by a sign aor imperat act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημάναντα — σημά̱ναντα , σημαίνω show by a sign aor part act neut nom/voc/acc pl (epic doric aeolic) σημά̱ναντα , σημαίνω show by a sign aor part act masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημάνατε — σημά̱νατε , σημαίνω show by a sign aor imperat act 2nd pl (epic doric aeolic) σημά̱νατε , σημαίνω show by a sign aor ind act 2nd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημάνηι — σημά̱νῃ , σημαίνω show by a sign aor subj mid 2nd sg (epic doric aeolic) σημά̱νῃ , σημαίνω show by a sign aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημάνω — σημά̱νω , σημαίνω show by a sign aor subj act 1st sg (epic doric aeolic) σημά̱νω , σημαίνω show by a sign aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημάνῃ — σημά̱νῃ , σημαίνω show by a sign aor subj mid 2nd sg (epic doric aeolic) σημά̱νῃ , σημαίνω show by a sign aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῆμ' — σῆμα , σῆμα sign neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”